- αγοος
- ἄγοοςἄ-γοος2(никем) не оплаканный Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος … Dictionary of Greek
ἄγοος — unmourned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek